- μπιρμπίλα
- και μπιμπίλα, η1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir-biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιρμπίλι — (I) και μπιμπίλι, το [μπιρμπίλα] η μπιρμπίλα. (II) και μπιμπίλι, το 1. το αηδόνι 2. φρ. «μπιρμπίλι τής θάλασσας» η αλκυόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul] … Dictionary of Greek
μπιρμπιλώνω — και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα] 1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες 2. ρελιάζω, στριφώνω … Dictionary of Greek
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
μπιμπίλα — η βλ. μπιρμπίλα … Dictionary of Greek
πιρμπίλωμα — και μπιμπίλωμα, το [μπιρμπιλώνω] 1. η διακόσμηση εσωρούχων, μαντιλιών ή κεντημάτων με μπιρμπίλα 2. στρίφωμα, ρέλιασμα … Dictionary of Greek